- πλασάρω
- Ν1. ασχολούμαι ως πλασιέ με την εξεύρεση πελατών εμπορικού ή βιομηχανικού προϊόντος στην αγορά2. (για ποδοσφαιριστή) α) πετυχαίνω τέρμα χτυπώντας την μπάλα από μικρή απόσταση από την αντίπαλη εστίαβ) μέσ. πλασάρομαικαταλαμβάνω ευνοϊκή θέση στο γήπεδο, τοποθετούμαι σωστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. placer «τοποθετώ, θέτω, πουλώ για λογαριασμό άλλου»].
Dictionary of Greek. 2013.